H Συλλογή Ελληνικών Ενδυµασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια» δηµιουργήθηκε από το ιδρυτικό µέλος και επί σειρά ετών µέλος του ∆Σ και πρόεδρο του Λυκείου Ελληνίδων Καλαµάτας, Βικτωρία Καρέλια, αρχικά ως ιδιωτική συλλογή. Καρπός της συλλεκτικής προσπάθειας 50 ετών, παραχωρήθηκε στη συνέχεια στο Λύκειο Ελληνίδων Καλαµάτας προκειµένου να ενσωµατωθεί σε έναν καταξιωµένο φορέα προστασίας και προβολής της ελληνικής παράδοσης. Πρόκειται για µία από τις πληρέστερες συλλογές ελληνικών ενδυµασιών, που περιλαµβάνει φορεσιές και κοσµήµατα από όλη την Ελλάδα, µέσω της οποίας προβάλλονται ο λαϊκός και ο αστικός πολιτισµός µας από τον 19ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Η συλλεκτική δραστηριότητα της Βικτωρίας Καρέλια ξεκίνησε όταν εγκαταστάθηκε στην Καλαµάτα.
Το «Εθνος της Κυριακής» και η δημοσιογράφος Μάγδα Λιβέρη είχαν την ευκαιρία να συνοµιλήσουν µαζί της: «Οταν ήµουν νεαρή έπεσε στα χέρια µου ένα χρυσοκέντητο κοντογούνι, οικογενειακό µας κειµήλιο. Ηταν η πρώτη µου επαφή µε την ελληνική ενδυµασία και η εντύπωση που µου προκάλεσε χαράχτηκε βαθιά µέσα µου. Αργότερα έγινα ιδρυτικό µέλος και µετέπειτα πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Καλαµάτας και µέσα από την ενασχόλησή µου µε την ιµατιοθήκη έµαθα πολλά για τις ελληνικές φορεσιές. ∆ιάβασα βιβλία, γνώρισα σηµαντικούς ανθρώπους και χωρίς να το καταλάβω µπήκε µέσα µου το µικρόβιο του συλλέκτη, το οποίο δεν µε έχει αφήσει εδώ και 50 χρόνια.
Οπως έχω κατ’ επανάληψη δηλώσει, δεν είµαι ούτε λαογράφος ούτε ενδυµατολόγος. Με κέντρισε από την αρχή η αισθητική της φορεσιάς, και ακόµα και σήµερα αυτό είναι που µε συγκινεί και κινητοποιεί το ενδιαφέρον µου. Βλέπω µια οµορφιά η οποία προέρχεται από τον εσωτερικό κόσµο των ανθρώπων που τις έφτιαξαν και τις φόρεσαν. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν τις δικές µας γνώσεις ή τα δικά µας µέσα, όµως ο εσωτερικός τους κόσµος ήταν πιο τακτοποιηµένος από τον δικό µας. Ασυνείδητα τακτοποιηµένος, αλλά σίγουρα τακτοποιηµένος. Και αυτό γιατί είχαν ρίζες» αναφέρει η κυρία Καρέλια, η οποία συνεχίζοντας την αφήγησή της µας περιγράφει τη συλλογή και ξεχωρίζει τα ενδύµατα που τη συγκινούν περισσότερο:
«Οι πλήρεις φορεσιές που εκτίθενται σήµερα είναι περίπου 75 και καλύπτουν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Χρονικά τοποθετούνται από τα µέσα του 19ου αιώνα έως το 1930 περίπου. Εκτίθεται επίσης µία σειρά από ανδρικούς και γυναικείους χρυσοκέντητους επενδύτες (πανωφόρια), καθώς και ένα σύνολο κοσµηµάτων. Η συλλογή περιλαµβάνει ακόµη πολλά κοµµάτια, τα οποία δεν εκτίθενται αυτήν τη στιγµή, αλλά ενδέχεται να εκτεθούν στο µέλλον. Τα πρώτα χρόνια της συλλεκτικής µου δράσης εντυπωσιαζόµουν συχνά από τα χρυσοκέντητα ή τα αστικά ενδύµατα των αρχών του 20ού αιώνα, φτιαγµένα από πολύτιµα υφάσµατα και πολυτελή υλικά προερχόµενα από την Ανατολή και τη Δύση.
Σιγά σιγά, ωστόσο, άρχισα να εκτιµώ και την αισθητική των µάλλινων φορεσιών, το κόψιµο που κολάκευε τη γυναικεία σιλουέτα κρατώντας το σώµα ορθό, τα κεντήµατα, τα σύµβολα, τα φυλαχτά, εν ολίγοις τη λαϊκή σοφία που µε πολύ ταπεινά υλικά κατάφερνε να δηµιουργεί ένα εντυπωσιακό µωσαϊκό γεµάτο νοήµατα». Θαυµάζοντας το πανέµορφο διώροφο διατηρητέο, ένα νεοκλασικό κτίριο του 1875, την εντυπωσιακή αποκατάσταση του οποίου επιµελήθηκε ο αρχιτέκτονας Θανάσης Κυρατσούς, αναρωτιέσαι ποια να ήταν άραγε η µεγαλύτερη δυσκολία που συνάντησε για τη δηµιουργία αυτού του υπερσύγχρονου µουσείου.
«Θα έλεγα πως µία από τις µεγαλύτερες δυσκολίες ήταν η εξασφάλιση του κατάλληλου χώρου για τη στέγαση της συλλογής. Πριν από χρόνια άρχισαν οι επαφές του Λυκείου Ελληνίδων Καλαµάτας µε τον ∆ήµο Καλαµάτας για την εξεύρεση λύσης, οι οποίες ευοδώθηκαν τελικά µε την παραχώρηση, το 2009, του σηµερινού διατηρητέου κτιρίου στο Λύκειο Ελληνίδων, υπό τον όρο της αποπεράτωσης και διαµόρφωσής του ιδίαις δαπάναις. Το βήµα αυτό υπήρξε καθοριστικό για την πορεία του όλου εγχειρήµατος, το οποίο ολοκληρώθηκε µε τα εγκαίνια της έκθεσης το 2016» δηλώνει η Βικτωρία Καρέλια.
Τις εντυπώσεις κλέβουν όχι µόνον οι θησαυροί της λαϊκής τέχνης αλλά και ο τρόπος µε τον οποίο αυτοί παρουσιάζονται. Η χρήση της τεχνολογίας, η ξεχωριστή µουσειολογική οργάνωση, η ευρηµατική σκηνογραφία και η υψηλή αισθητική του χώρου αποτελούν πολύτιµους συµµάχους. Το µαύρο χρώµα και το γυαλί έχουν τον κυρίαρχο ρόλο, δηµιουργώντας ένα αφαιρετικό περιβάλλον. Ετσι τα ενδύµατα προβάλλονται καλύτερα στον «καθαρό» χώρο, αποτελώντας τους πραγµατικούς πρωταγωνιστές. Η ψηφιακή σήµανση δίπλα από τις προθήκες έχει αντικαταστήσει τα καρτελάκια µε τις περιγραφές, ενώ η µουσική που δηµιούργησε ειδικά για το µουσείο ο βραβευµένος συνθέτης Δηµήτρης Μπάκας µαζί µε τον ατµοσφαιρικό φωτισµό, τον οποίο επιµελήθηκε η Ελευθερία Ντεκώ, δηµιουργούν ένα µοναδικό σκηνικό για τον επισκέπτη.
«Ο συνδυασµός της παράδοσης µε την τεχνολογία εντυπωσιάζει γιατί δεν είναι αναµενόµενος. Χρησιµοποιήσαµε την τεχνολογία για να δηµιουργήσουµε ένα περιβάλλον που να αποπνέει τη βιωµατική δύναµη της φορεσιάς. ∆εν εστιάσαµε τόσο στην πληροφορία όσο στην ατµόσφαιρα, προσπαθώντας να αναπαραγάγουµε τη βαθιά εντύπωση που πρέπει να προκαλούσαν αυτές οι φορεσιές, νυφικές στην πλειονότητά τους, στον θεατή. Θεωρώ ότι το εγχείρηµα πέτυχε, αφού οι περισσότεροι επισκέπτες αναφέρονται µε έκπληξη και ενθουσιασµό στον τρόπο παρουσίασης των εκθεµάτων» προσθέτει η πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Καλαµάτας. Ετσι, νυφικές ενδυµασίες από τα Μεσόγεια της Αττικής «ποζάρουν» δίπλα σε καθηµερινές φορεσιές από την Αλαγονία της Μεσσηνίας, ενώ χρυσοκέντητα βελούδινα, τσόχινα και µεταξωτά ενδύµατα συνυπάρχουν µε χοντρά µάλλινα αργαλίσια υφαντά. Η µόδα της εποχής αποκαλύπτει πολλά για το παρελθόν, καθώς και για το παρόν.