Περικλής Παναγόπουλος: Η ζωή του μέσα από εικόνες
Είναι ο θεμελιωτής της σύγχρονης ελληνικής ακτοπλοΐας, εκείνος που μπορούσε να δει το μέλλον και να κλείσει επιχειρηματικές συμφωνίες εκατοντάδων εκατομμυρίων που άφησαν εποχή. Ο εφοπλιστής που συνεχώς βρισκόταν ένα βήμα πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές του. Ο άνθρωπος που έζησε έναν βίο χωρίς σκάνδαλα, έφτιαξε μια αυτοκρατορία από το μηδέν, αλλά δεν έκλεψε και δεν εξαπάτησε προκειμένου να γίνει πλούσιος. Διαβάζοντας τη μυθιστορηματική ζωή του, ίσως ανακαλύψουμε και το μυστικό της επιτυχίας του…
«Ήρθε η Superfast του οραματιστή Περικλή Παναγόπουλου να ανοίξει μεγαλοπρεπώς τις πύλες της Ελλάδας προς την Ευρώπη. Έμπαινε ο Ευρωπαίος στην Ανκόνα, στα υπερσύγχρονα πλοία που όμοιά τους δεν υπήρχαν πουθενά στην Ευρώπη, και έβλεπε μια Ελλάδα όπως της έπρεπε και της άξιζε να είναι. Και ανέβαινε κάθετα η εκτίμησή του για τη χώρα μας και τις δυνατότητές μας. Ελληνικά πληρώματα δίδαξαν και διδάσκουν, ενώ είναι σημείο αναφοράς στην παγκόσμια ναυτιλία και ακτοπλοΐα…». Στέλιος Σταυρίδης, εφημερίδα «Εστία», 24 Ιανουαρίου 2009.
Ένα μικρό απόσπασμα που περιγράφει, εντούτοις, ιδιαίτερα εύστοχα τα κατορθώματα του Περικλή Παναγόπουλου, του πατριάρχη της σύγχρονης ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας, ο οποίος πριν από λίγες εβδομάδες έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 83 ετών, για το μεγάλο ταξίδι… Ο χαμός του έγινε πρωτοσέλιδο. Άλλωστε το να αποχαιρετά κανείς έναν θρύλο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για τους δικούς του ανθρώπους, την αγαπημένη του σύζυγο Κατερίνα, τη γυναίκα που στάθηκε βράχος στο πλευρό του επί 30 συνεχόμενα χρόνια, στις καλές αλλά και τις ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές (πραγματικό παλικάρι, όπως σωστά τη χαρακτήρισε ένας από τους απαγωγείς του), καθώς και για τα δύο παιδιά του, την Ειρήνη και τον Αλέξανδρο, και τα τρία εγγόνια του, τον Φίλιππο, την Έλλη και τον Περικλή, αλλά και για τον Πέτρο, τον γιο της Κατερίνας, ο Περικλής δεν ήταν μόνον ο τρανός εφοπλιστής. Ήταν ο στοργικός πατέρας και παππούς, ο γλυκός και υποστηρικτικός σύντροφος και σύζυγος, το στήριγμα όλης της οικογένειας. Η απώλειά του για εκείνους είναι μεγάλη και το κενό δυσαναπλήρωτο.
Τα επιτεύγματα του Περικλή Παναγόπουλου είναι πολλά και οι αρετές του ακόμη περισσότερες… Άτομο ιδιαίτερης ευφυΐας, λαμπρό μυαλό, διορατικός, εργατικός, μορφωμένος, με τρόπους και έμφυτη ευγένεια, γενναιόδωρος, ποιοτικός αλλά και ταπεινός. Άνθρωπος ουσίας, ο οποίος έκανε πολλές αγαθοεργίες, αλλά ποτέ δεν τις διαφήμιζε, άνδρας παλαιάς κοπής ή καλύτερα ένας πραγματικός τζέντλεμαν, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο γιος του Αλέξανδρος στον επικήδειο που εκφώνησε στον Ιερό Ναό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο Κολωνάκι.
Πέρα όμως και πάνω από όλα αυτά, ο Παναγόπουλος έζησε μια ζωή με μεγάλη αξιοπρέπεια. Αυτή είναι μια λέξη-κλειδί για έναν επιχειρηματία του δικού του βεληνεκούς. Να μην έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα (ούτε στην προσωπική ούτε στην επαγγελματική ζωή του), να μη χρωστά, να μην έχει εξαπατήσει προκειμένου να αποκτήσει χρήματα και να πίνουν νερό στο όνομά του όλο το υπαλληλικό προσωπικό και οι χιλιάδες ναυτικοί που πέρασαν από τα πλοία του. Ο ίδιος μού είχε αναφέρει σε συζητήσεις μας: «Ο επιχειρηματίας πρώτα από όλα πρέπει να έχει ήθος, αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο του προσόν». Η δημιουργία της αυτοκρατορίας του οφείλεται αποκλειστικά στην ευφυΐα του, την εργατικότητά του και στο γεγονός ότι ήταν άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό, χωρίς μικρότητες, κακίες και αντιζηλίες, ελαττώματα που σε κρατούν πίσω και σε εμποδίζουν να προοδεύσεις. Εκείνος υπήρξε γενναιόδωρος ακόμα και με τους απαγωγείς του.
Ο Περικλής Παναγόπουλος πρωτοστάτησε διεθνώς στην ανάπτυξη της κρουαζιέρας. Άνοιξε μια νέα εποχή στις ακτοπλοϊκές γραμμές δρομολογώντας υπερσύγχρονα και υψηλών ταχυτήτων επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, δημιουργώντας πονοκέφαλο στους ανταγωνιστές του, που δεν μπορούσαν να τον φτάσουν γιατί είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά. Και, βέβαια, έγραψε Ιστορία με την ίδρυση της Superfast Ferries, της πρώτης μεγάλης ελληνικής ακτοπλοϊκής εταιρείας που δραστηριοποιήθηκε επάξια εντός και εκτός συνόρων.
Ιδιαίτερα διορατικός, άφησε εποχή με την ικανότητά του να γνωρίζει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να κλείσει την πιο συμφέρουσα συμφωνία, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ως αυθεντία στα deals. Οι πράξεις του, άλλωστε, το αποδεικνύουν περίτρανα: Δύο φορές δημιούργησε ιδιαίτερα επικερδείς επιχειρήσεις και δύο φορές τις πούλησε, ενώ βρίσκονταν στο ζενίθ της επιτυχίας τους, έναντι μεγάλου τιμήματος.
Το 1989 πούλησε την πρώτη εταιρεία του Royal Cruise Line στην καλύτερη στιγμή της, λίγο πριν αρχίσει η κάμψη της κρουαζιέρας, την οποία αγόρασε η νορβηγική εταιρεία κρουαζιερόπλοιων Kloster. Ο Περικλής Παναγόπουλος εισέπραξε γύρω στα 300.000 εκατ. δολάρια. H παγκόσμια ναυτιλία «υποκλίθηκε» στη συγκεκριμένη κίνησή του χαρακτηρίζοντάς την ως πώληση του αιώνα. Όσον αφορά τον εγχώριο ανταγωνισμό, ο Περικλής Παναγόπουλος είχε, πλέον, ξεφύγει πολύ στα μεγέθη…
Τον Οκτώβριο του 2007 έκλεισε για δεύτερη φορά ένα μεγάλο deal που άφησε εποχή, πουλώντας την εταιρεία του Επιχειρήσεις Αττικής (μετονομάστηκαν σε Όμιλος Αttica) στη ΜΙG του Ανδρέα Βγενόπουλου. Το ποσό της αγοραπωλησίας έφθασε στα 455 εκατομμύρια ευρώ, ποσό μυθικό για τα δεδομένα της ακτοπλοΐας. Άλλωστε εκείνος υποστήριζε πως «τα πάντα πουλιούνται, όταν η τιμή είναι η σωστή».
Ο Περικλής Παναγόπουλος διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας από το 2003 έως και το 2008, αναλαμβάνοντας το τιμητικό αξίωμα του επίτιμου προέδρου από το 2009 και μετά. Με δική του πρωτοβουλία, το 2004 η Ένωση Εφοπλιστών Επιβατηγών Πλοίων μετονομάστηκε σε Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, διευρύνοντας τους στόχους και τους σκοπούς του Συνδέσμου με την εγγραφή μελών από κάθε είδους δραστηριότητα στις θαλάσσιες μεταφορές με επιβατηγά πλοία.
Η μυθιστορηματική ζωή του
Με καταγωγή από την Καλαμάτα και την Κωνσταντινούπολη
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκεμβρίου 1935 και ήταν γιος του Καλαματιανού Σταύρου Παναγόπουλου (το χωριό Πλατύ του πατέρα του απέχει λίγα λεπτά από τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα) και της Ειρήνης, η οποία καταγόταν από οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος σε μία από τις συναντήσεις μας μου είχε εξομολογηθεί πως τα γαλάζια, διαπεραστικά μάτια του και τα ξανθά μαλλιά του τα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του: «Θυμάμαι πως είχα επισκεφτεί την Καλαμάτα γύρω στο 1965. Ήταν καλοκαίρι και είχαμε πάει σε έναν θερινό κινηματογράφο. Στο διάλειμμα, όταν άνοιξαν τα φώτα, διαπίστωσα πως όλα σχεδόν τα παιδικά κεφάλια που βρίσκονταν μπροστά μου ήταν ξανθά. Ήταν κάτι που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, έχει πολλούς ανοιχτόχρωμους η περιοχή…» είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο επιχειρηματίας.
Ο πατέρας του, Σταύρος Παναγόπουλος, ήταν ένας αεικίνητος και ανήσυχος άνθρωπος. Σε ηλικία μόλις 17 ετών, το 1907, έφυγε από τη Μεσσηνία και έφτασε με τα πόδια στην Πάτρα, απ’ όπου ταξίδεψε με ένα ιστιοπλοϊκό για την Αμερική, στην οποία έμεινε περίπου 20 χρόνια εργαζόμενος σκληρά για ένα καλύτερο μέλλον. Σε ένα από τα σύντομα ταξίδια του στην πατρίδα για να επισκεφτεί την οικογένειά του γνώρισε και παντρεύτηκε τη Δαρεία, με την οποία απέκτησε δύο αγόρια, τον Λυκούργο και τον Νίκο. Έχοντας συγκεντρώσει κάποια χρήματα επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1929, λίγο πριν ξεσπάσει η μεγάλη οικονομική κρίση (το γνωστό Κραχ) στην Αμερική. Άνοιξε ένα μικρό ξενοδοχείο στην οδό Λυκούργου, στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο ονόμασε ΒΕΤΟ.
Όμως, ενώ η ζωή του έμπαινε σε έναν καλό ρυθμό, ο ξαφνικός θάνατος της συζύγου του, Δαρείας, που τον άφησε χήρο σε ηλικία 40 ετών με δύο μικρά παιδιά, ήρθε να ανατρέψει τα πάντα, και ο Σταύρος για ακόμα μία φορά ερχόταν αντιμέτωπος με μεγάλες δυσκολίες. Τότε, και ενώ ένιωθε χαμένος, γνώρισε την Ειρήνη, η οποία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και είχε σπουδάσει και διδάξει στο ξακουστό Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Παντρεύτηκαν στις 31 Ιανουαρίου 1935 και 11 μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, γεννήθηκε ο Περικλής, ένα πανέμορφο ξανθό μωρό με καταγάλανα μάτια.
Δυστυχώς, όμως, για άλλη μία φορά η ευτυχία δεν θα κρατήσει για πολύ… Στην Κατοχή οι Γερμανοί επέταξαν το ξενοδοχείο της οικογένειας για να φιλοξενήσει τους αξιωματικούς της Γκεστάπο. Ο Σταύρος Παναγόπουλος, ψυχωμένος πατριώτης και ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, είχε θάψει στην αυλή του σπιτιού του στην Καυταντζόγλου όπλα και πυρομαχικά για την Αντίσταση. Μάλιστα είχε πείσει και τον μεγαλύτερο γιο του, Λυκούργο, πως έπρεπε να φύγουν για τα βουνά. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν.
Κάποιοι τον κάρφωσαν (λέγεται πως ήταν άνθρωπος του στενού του περιβάλλοντος, με τον οποίο είχε οικονομικές διαφορές). Οι γκεσταπίτες τον ξυλοκόπησαν βάναυσα. Πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου 1942, όταν ο Περικλής ήταν επτά ετών. Ο πόνος ήταν μεγάλος και έμεινε για πάντα χαραγμένος στην παιδική ψυχή του. Οι κακουχίες και η πείνα της Κατοχής θα κάνουν τα πράγματα ακόμα δυσκολότερα για εκείνον, τη μητέρα του και τα δύο μεγαλύτερα ετεροθαλή αδέλφια του. Δύο χρόνια αργότερα, το 1944, θα πεθάνει ο αδελφός του, Λυκούργος, από φυματίωση, στο Νοσοκομείο Σωτηρία, προκαλώντας ακόμα ένα μεγάλο πλήγμα στην οικογένεια.
Ο θείος Ευγένιος Ευγενίδης
Η μητέρα του αποδείχτηκε καλή καραβοκύρισσα στα δύσκολα. Εκχώρησε μέρος του ξενοδοχείου που κληρονόμησε από τον άνδρα της και έτσι μπόρεσαν να επιβιώσουν εκείνη την περίοδο. Για τον Περικλή της προσπαθούσε πάντα να κάνει το καλύτερο και να φοιτήσει σε καλό σχολείο. Όταν εκείνος ήταν 12-13 ετών (1947-1948), τον έγραψαν στο Γυμνάσιο της Λεοντείου, στα Πατήσια. Η Κωνσταντινουπολίτισσα γιαγιά του είχε μακρινή συγγένεια με την οικογένεια του Ευγένιου Ευγενίδη στην Πόλη (μάλιστα, στην Κωνσταντινούπολη οι δύο οικογένειες έμεναν και στο ίδιο κτίριο), του σπουδαίου επιχειρηματία και γνωστού εθνικού ευεργέτη, ο οποίος ήταν από τους μεγαλύτερους πλοιοκτήτες της εποχής.
Η συγγένεια αυτή αποδείχθηκε καθοριστική για το μέλλον του Περικλή και ήταν εκείνη που τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ναυτιλία. Την άνοιξη του 1949 η Ειρήνη και ο Περικλής προσκαλούνται να μεταβούν στην Ελβετία, όπου ο Ευγενίδης είχε την έδρα των επιχειρήσεών του. Ο Περικλής ήταν 14 ετών όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον θείο του Ευγένιο Ευγενίδη. Στην Ελβετία, υπό την προστασία και υποστήριξη του Ευγενίδη, ο οποίος αποδείχθηκε για εκείνον ένας πολύτιμος μέντορας, θα συνέχιζε τις σπουδές του. Μαθητής ακόμη, στον ελεύθερο χρόνο του αλλά και στις διακοπές του εργαζόταν στα κρουαζιερόπλοια της εταιρείας Home Lines του Ομίλου Ευγενίδη.
«Μεγάλωσα μέσα σε μια εφοπλιστική οικογένεια. Ήμουν ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας οικογένειας» είχε αναφέρει στην Εύα Αρβανίτη-Μιχαλοπούλου, η οποία έγραψε τη βιογραφία του περιλαμβάνοντας τις διηγήσεις του στο βιβλίο «Βίος και Ναυτιλία».
Ο θάνατος του Ευγένιου Ευγενίδη, το 1954, τον βρίσκει να εργάζεται ως εκπαιδευόμενος σε εταιρεία του ομίλου στο Λονδίνο. Το 1955 μετακομίζει στα κεντρικά γραφεία της Home Lines στη Γενεύη (αφού πέρασε πρώτα από διάφορα πόστα της εταιρείας στην Ιταλία, συγκεκριμένα στις πόλεις Τεργέστη και Γένοβα), όπου εργάστηκε σε όλα τα τμήματά της αποκτώντας έτσι μια πλούσια εμπειρία στη διαχείριση των ναυτιλιακών εταιρειών. Το διάστημα που βρισκόταν στην Ιταλία γνώρισε μια όμορφη Ιταλίδα, την Μπρούνα Μπαρίλα, την οποία και παντρεύτηκε το 1962.
Το 1965 παραιτήθηκε από την εταιρεία Home Lines του Ευγενίδη, έχοντας περάσει από τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις της, και γύρισε στην Αθήνα αναζητώντας δουλειά στον Πειραιά. Όμως, τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα υπολόγιζε… Οι πόρτες ήταν κλειστές. Τότε συνάντησε τυχαία τον εφοπλιστή Μπάμπο (Χαράλαμπο) Κιοσέογλου, με τον οποίο γνωρίζονταν από το παρελθόν.
Ο Κιοσέογλου ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος επιχειρηματίας, με καλλιέργεια, ο οποίος εμφανίστηκε στη ζωή του Παναγόπουλου ως «από μηχανής θεός», προσφέροντάς του εκείνη τη δύσκολη ώρα την καλά αμειβόμενη θέση του γενικού διευθυντή στην εταιρεία κρουαζιερόπλοιών του, Sun Line. Ο Περικλής δέχτηκε τη θέση και αμέσως έφερε στην Αθήνα την Μπρούνα και την κόρη που στο μεταξύ είχαν αποκτήσει, την Ειρήνη. Την επόμενη χρονιά, το 1966, η οικογένεια απέκτησε ακόμα ένα μέλος, καθώς ήρθε στη ζωή ο Αλέξανδρος.
Η πρώτη εταιρεία του, Royal Cruise Line, και η συμφωνία των 300 εκατ. δολαρίων με τους Νορβηγούς
Το 1971 ήταν έτοιμος να ανοίξει τα δικά του φτερά, άλλωστε διέθετε τα πάντα: γνώση, εμπειρία, γνωριμίες και κυρίως κότσια για ρίσκο, «γιατί αν δεν ρισκάρεις στη ζωή δεν πετυχαίνεις…» όπως ανέφερε συχνά ο εφοπλιστής. Έτσι αποχώρησε από τη Sun Line και ίδρυσε τη δική του εταιρεία στον χώρο της κρουαζιέρας, τη Royal Cruise Line, την εταιρεία-φαινόμενο πάνω στην οποία χτίστηκε ο μύθος του Παναγόπουλου. Στην αρχή διέθετε μόνο ένα κρουαζιερόπλοιο, το Golden Odyssey (ένα νεότευκτο υπερσύγχρονο πλοίο), ενώ πολύ γρήγορα ο εφοπλιστής απέκτησε ακόμη δύο επίσης ολοκαίνουργια και υπερσύγχρονα κρουαζιερόπλοια, το Royal Odyssey και, την κορωνίδα της εταιρείας του, το Crown Odyssey, το οποίο είχε ψηφιστεί ως το πλοίο του αιώνα.
Η Royal Cruise Line ανακηρύχθηκε αρκετές φορές ως η καλύτερη εταιρεία κρουαζιερόπλοιων στον κόσμο. Το 1989 την πούλησε στη νορβηγική εταιρεία κρουαζιερόπλοιων Kloster έναντι 300 εκατομμυρίων δολαρίων. H παγκόσμια ναυτιλία τη χαρακτήρισε πώληση του αιώνα και για άλλη μία φορά αναγνώρισε την επιχειρηματική ιδιοφυΐα του. Όσον αφορά τον εγχώριο ανταγωνισμό, ο Περικλής Παναγόπουλος ήταν πάλι πολύ μπροστά… Αμέσως μετά ίδρυσε τη Magna Marine Inc., η οποία από την αρχή της δημιουργίας της μέχρι και σήμερα δραστηριοποιείται στη διαχείριση εμπορικών φορτηγών πλοίων, επεκτείνοντας έτσι τις δραστηριότητές του από τη διεθνή κρουαζιέρα και την ακτοπλοΐα και στην ποντοπόρο ναυτιλία. Αυτήν την εταιρεία συνέχισε να τη διοικεί μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό του, έχοντας στο πλευρό του την κόρη του Ειρήνη.
Το 1990 αποκτά τον έλεγχο του 20% της εταιρείας Vernicos Yachts και λίγο αργότερα εξαγοράζει την εταιρεία Κυλινδρόμυλοι Αττικής, η οποία τότε ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το 1992 μαζί με τους Γεώργιο Βερνίκο, Κωνσταντίνο Ματαράγκα και Διονύσιο Μελισσηνό αγοράζουν την πλειοψηφία των μετοχών του Ελληνικού Νηογνώμονα, από τον οποίο αποχώρησε έναν χρόνο αργότερα παραχωρώντας στους τότε συνεταίρους του το πακέτο των μετοχών που ήλεγχε.
Την ίδια περίοδο αγοράζει το 30% των μετοχών της Strintzis Lines (Γραμμές Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε.). Το 1993 μετονομάζει τους Κυλινδρόμυλους Αττικής σε Επιχειρήσεις Αττικής που τότε ήλεγχαν μόνο τα καταστήματα Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ, τα οποία και πούλησε αμέσως. Το 1994 επιστρέφει στον Γεώργιο Βερνίκο το ποσοστό που κατείχε στη Vernicos Yachts. Εκείνη την περίοδο αποφασίζει να εκτελέσει ένα μεγαλεπήβολο πρότζεκτ. Έτσι ιδρύει τη Superfast Ferries παραγγέλλοντας δύο πλοία στα γερμανικά ναυπηγεία του Bremerhaven, τα οποία θα δρομολογούσε στη γραμμή Πάτρας – Ιταλίας.
Η εποχή της Superfast Ferries και το deal των 455 εκατομμυρίων με τη ΜΙG
Έτσι, τα Superfast Ι και Superfast II καθελκύονται στις 25 Μαρτίου 1995. Ανάδοχοί τους γίνονται οι χρυσές Ολυμπιονίκες της Βαρκελώνης, Βούλα Πατουλίδου και Χάικε Ντρέσλερ. Ο Περικλής Παναγόπουλος με αυτήν την ενέργειά του έγινε πρωτοπόρος, καθώς δρομολόγησε υψηλών ταχυτήτων σύγχρονα επιβατηγά οχηματαγωγά στις γραμμές της Ελλάδας και του εξωτερικού, αφήνοντας τους ανταγωνιστές του πολύ πίσω. Συνολικά έχτισε 12 υπερσύγχρονα Superfast.
Το 1999 αποκτά τον έλεγχο του 38,8% των Γραμμών Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε. και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αυξάνει το ποσοστό του σε 48,8%, αποκτώντας και τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας, η οποία μετονομάστηκε σε Blue Star Ferries.
Τον Οκτώβριο του 2007 οι δύο δραστηριότητες των Επιχειρήσεων Αττικής σε Ελλάδα και εξωτερικό (Superfast Ferries και Blue Star Ferries) συγχωνεύθηκαν και πουλήθηκαν από τον Παναγόπουλο, ακολουθώντας την επιτυχημένη τακτική του να δημιουργεί υπεραξία και να την εισπράττει. Συγκεκριμένα, η Marfin Investment Group (ΜΙG) του Ανδρέα Βγενόπουλου απέκτησε πακέτο 51,6% του μετοχικού κεφαλαίου των Επιχειρήσεων Αττικής, που μετονομάστηκαν σε Attica Group, έναντι 455 εκατομμυρίων ευρώ.
Με αυτήν την κίνηση-ματ ο Περικλής Παναγόπουλος αποχώρησε από την ακτοπλοΐα και βρέθηκε με ένα μυθικό ποσό σε μετρητά (γεγονός που σίγουρα έπαιξε ρόλο στην απαγωγή του) παραμονή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία θα ξεσπούσε λίγους μήνες μετά. Για άλλη μία φορά ο εφοπλιστής ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Μπορεί να αποχώρησε από την ακτοπλοΐα, συνέχισε όμως να έχει έντονη παρουσία στον χώρο της ναυτιλίας και να διοικεί, μαζί με την κόρη του Ειρήνη, την ήδη υπάρχουσα εταιρεία Magna Marine Inc. με φορτηγά πλοία. Ο γιος του, Αλέξανδρος, είχε αποχωρήσει νωρίτερα από την οικογενειακή επιχείρηση αναζητώντας δικούς του επιχειρηματικούς δρόμους.
Το κεφάλαιο Κατερίνα, η πρώτη γνωριμία τους
Η δεύτερη σύζυγός του αποτέλεσε ένα ξεχωριστό και πολύτιμο κεφάλαιο στη ζωή του. Ο ίδιος, μάλιστα, στο παρελθόν είχε αναφέρει πως η γνωριμία τους ήταν καρμική, ήταν γραμμένο να γίνει…
Ήταν Φεβρουάριος του 1990, εκείνος τότε 55 ετών, ξακουστός εφοπλιστής (είχε μόλις πουλήσει τη Royal Cruise Line στη νορβηγική Kloster εισπράττοντας 300 εκατ. δολάρια) και είχε ήδη χωρίσει, τέσσερα χρόνια πριν, από την Μπρούνα, την πρώτη του σύζυγο και μητέρα των δύο παιδιών του. Οι φήμες της εποχής λένε πως ήταν ο πιο περιζήτητος εργένης στην Αθήνα, όμως ήταν άπιαστος…
Εκείνο το βροχερό βράδυ ήταν προσκεκλημένος σε ένα φιλικό σπίτι. Το ίδιο και η εντυπωσιακή Κατερίνα Ναυπλιώτη, μια πανέμορφη, ψηλή μελαχρινή γυναίκα 36 ετών, που τραβούσε επάνω της όλα τα βλέμματα. Η Κατερίνα, γεννημένη στη Νέα Σμύρνη από Μικρασιάτες γονείς, είχε φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή και ως έφηβη ήταν αθλήτρια του στίβου στον Πανιώνιο. Είχε εργαστεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (κατοικούσε μόνιμα επί πέντε χρόνια στις Βρυξέλλες) στον τομέα του τουρισμού, ενώ είχε ασχοληθεί επαγγελματικά με την προώθηση ελληνικών κοσμημάτων, καθώς και με το εμπόριο στον χώρο της ένδυσης.
Την περίοδο της γνωριμίας της με τον Περικλή Παναγόπουλο ήταν ιδιοκτήτρια του γνωστού Studio Alta Moda, στην καρδιά του Κολωνακίου. Ήταν και εκείνη επίσης διαζευγμένη ήδη 12 χρόνια, και από τον πρώτο γάμο της είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Πέτρο Ιωαννίδη. Ο Παναγόπουλος μόλις την αντικρίζει την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Τις επόμενες ημέρες θα τη φλερτάρει επίμονα. Η γνωριμία τους εξελίσσεται γρήγορα σε έρωτα. Επτά χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1997, θα παντρευτούν στον Άγιο Γεώργιο στο Καβούρι με κουμπάρους τον οδοντίατρο Δημήτρη Ζαμπάρα και τη σύζυγό του, Μαρίνα.
Η Κατερίνα θα αποδειχθεί μια πολύτιμη και στοργική σύντροφος για εκείνον και ο Περικλής ο άνδρας που, πέρα από σύζυγός της, έγινε ο καλύτερος φίλος και σύμβουλός της, ο άνθρωπος που όπως η ίδια έχει ομολογήσει στο παρελθόν «με στήριζε σε ό,τι και αν έκανα». Εκείνη πάντοτε επιθυμούσε να στέκεται αντάξια στο πλευρό του, γι’ αυτό ποτέ δεν επαναπαύθηκε στον ρόλο της συζύγου του εφοπλιστή. Άλλωστε είχε μάθει από μικρή να εργάζεται και να έχει τη δική της οντότητα. Γι’ αυτό μέσα στα χρόνια ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα σε διάφορους τομείς.
Η Κατερίνα Παναγοπούλου, εκτός από πρόεδρος του Πανελληνίου Αθλητικού Σωματείου Γυναικών «Καλλιπάτειρα», έχει αναπτύξει έντονη δράση εντός και εκτός συνόρων, για την προώθηση των ιδεωδών του αθλητισμού και του Ολυμπισμού, ως «εθνική πρέσβυς της Ελλάδος στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τον Αθλητισμό, την Ανοχή και το Ευ Αγωνίζεσθαι», γνωστό ως Fair Play. Είναι, μάλιστα, διαπιστευμένη από το υπουργείο Πολιτισμού από το 1998 και εκτελεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά σε εθελοντική βάση. Για τη δράση της αυτή βραβεύτηκε από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) με το πρώτο Βραβείο της Ευρώπης «Γυναίκα και Αθλητισμός» τον Φεβρουαρίου του 2012 στο Λος Άντζελες, ενώ το 2017 τιμήθηκε με το Βραβείο του «Ευρωπαίου Πολίτη» από το Ευρωκοινοβούλιο. Τον περασμένο Μάιο η κυρία Παναγοπούλου έλαβε τη θέση της ειδικής (άμισθης) συμβούλου του πρωθυπουργού για θέματα Ελληνισμού της Διασποράς.
Η απαγωγή και ο καθοριστικός ρόλος της συζύγου του
Η Κατερίνα θα βρεθεί δίπλα του σε όλες τις δύσκολες στιγμές και θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της υγείας, που δυστυχώς εμφανίστηκαν αρκετά νωρίς. Το ίδιο καθοριστικός και σημαντικός ήταν ο ρόλος της και για το αίσιο τέλος της απαγωγής του εφοπλιστή, τον Ιανουάριο του 2009. Τότε, ο Περικλής Παναγόπουλος είχε μείνει στα χέρια των απαγωγέων του οκτώ ολόκληρες ημέρες. Η σύζυγός του πέρασε εφιαλτικές στιγμές αγωνιώντας για την τύχη του.
Έπειτα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, η ίδια η Κατερίνα Παναγοπούλου παρέδωσε τα 30 εκατομμύρια ευρώ, το ποσό που είχε συμφωνηθεί με τους απαγωγείς, στο σημείο που της είχαν υποδείξει εκείνοι στο Ακραίφνιο Βοιωτίας, προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ο σύζυγός της.
Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι στις 18 Ιανουαρίου μαζί με ακόμα ένα άτομο επιβιβάστηκε σε ένα Toyota RAV και καθ’ υπόδειξη των απαγωγέων έφθασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα δεν έγινε η παράδοση των λύτρων, αφού επρόκειτο για δοκιμή. Όμως πραγματοποιήθηκε 24 ώρες αργότερα, ανοίγοντας τον δρόμο για την απελευθέρωση του εφοπλιστή. Τα ξημερώματα της 20ής Ιανουαρίου 2009, ο Περικλής Παναγόπουλος εντοπίστηκε σώος από αστυνομικούς στο Χαϊδάρι.
Ήδη πριν από την απαγωγή η υγεία του ήταν βεβαρημένη και η δυσάρεστη περιπέτεια που βίωσε επιδείνωσε σημαντικά την κατάστασή του. Κατάφερε, ωστόσο, να μείνει στη ζωή ακόμα μία δεκαετία. Τα τελευταία χρόνια με τη συνοδεία της συζύγου του νοσηλευόταν αρκετά συχνά στο νοσοκομείο Μetropolitan, αντιμετωπίζοντας διάφορα προβλήματα. Το προσωπικό του νοσοκομείου γνώριζε πλέον καλά και τους δύο, καθώς εκείνη τις περισσότερες φορές κοιμόταν στον καναπέ που υπήρχε στον θάλαμό του. Το καλοκαίρι του 2018, αν και η υγεία του ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη, ο ίδιος ζήτησε να μεταφερθεί στο σπίτι του, το οποίο μετατράπηκε σε εντατική επί επτά ολόκληρους μήνες.
Επιθυμούσε εκεί να αφήσει την τελευταία του πνοή περιτριγυρισμένος από τη σύζυγό του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, και έτσι έγινε. Έφυγε από τη ζωή στις 5 Φεβρουαρίου 2019. Στην κηδεία του, στις 8 Φεβρουαρίου, ήταν όλοι εκεί, η πολιτική ηγεσία του τόπου, ο ναυτιλιακός και επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, φίλοι, συνεργάτες, άνθρωποι που είχαν ευεργετηθεί. Όλοι θέλησαν να του πουν από κοντά το «τελευταίο αντίο».
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μέλος της οικογένειάς του: «Μπορεί αυτά τα γαλανά μάτια με το διαπεραστικό βλέμμα να έσβησαν, όμως το δυνατό του πνεύμα, τα επιτεύγματά του και η ζωή που με τόση αξιοπρέπεια έζησε μένουν ως παράδειγμα για όλους μας…».
Φωτογραφίες από το αρχείο του Περικλή και της Κατερίνας Παναγοπούλου και από το βιβλίο «Βίος και Ναυτιλία».